- εκρωσισμός
- οη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκρωσίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκρωσισμός — ο η μεταβολή σε ρωσικό ή σε Ρώσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)